- ξεδίνω
- ξέδωσα, ξεδομένος, λησμονώ τη λύπη, διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι: Κάνε ένα ταξίδι να ξεδώσεις λίγο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεδίνω — ξεδίνω, ξέδωσα βλ. πίν. 131 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεδίνω — και ξεδώνω (Μ ξεδίνω) παραδίδομαι στη διασκέδαση προκειμένου να ξεχάσω κάτι συνήθως δυσάρεστο, τό ρίχνω έξω μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεδομένος, η, ον ο κυριευμένος από ερωτική επιθυμία … Dictionary of Greek
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξέδομα — το [ξεδίνω] φυγή από την πληκτική καθημερινότητα ή από μια δυσάρεστη κατάσταση, διασκέδαση … Dictionary of Greek
ξαραθυμώ — ξαραθυμῶ και ξεραθυμῶ, άω (Μ) ξεφεύγω από τις στενοχώριες μου, ξεδίνω, ξεσκάω, ευθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + ἀραθυμῶ] … Dictionary of Greek
ξερίχνω — 1. ρίχνω έξω 2. φρ. «ξερίχνω τον νου μου» απαλλάσσομαι από φροντίδες και έγνοιες, ξεδίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. ἐκ ρίπτω (αόρ. ἐξ έρριψα), βλ. και λ. ξ(ε) ] … Dictionary of Greek